ενικός         πληθυντικός  
admirer admirers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
admirer < admire + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

admirer (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ad.mi.ʁe/
 

admirer (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία