admiration
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
admiration (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ad.mi.ʁa.sjɔ̃/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
admiration (fr) θηλυκό
- ο θαυμασμός
- Une admiration sans limite. : Ένας απεριόριστος θαυμασμός.