Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)

  1. ο ανεμιστήρας, ο αεριστήρας
    ⮡  an electric fan - ηλεκτρικός ανεμιστήρας
  2. η βεντάλια
ενεστώτας fan
γ΄ ενικό ενεστώτα fans
αόριστος fanned
παθητική μετοχή fanned
ενεργητική μετοχή fanning

fan (en)

  • αερίζω
    ⮡  He fanned his face with a newspaper.
    Αέριζε το πρόσωπό του με μια εφημερίδα.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)



      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fan (fr) αρσενικό ή θηλυκό