Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)

  1. ο ανεμιστήρας, ο αεριστήρας
  2. η βεντάλια
  3. οτιδήποτε θυμίζει μια βεντάλια

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fan
γ΄ ενικό ενεστώτα fans
αόριστος fanned
παθητική μετοχή fanned
ενεργητική μετοχή fanning

fan (en)

  • αερίζω
    He fanned his face with a newspaper.
    Αέριζε το πρόσωπό του με μια εφημερίδα.

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fan (fr) αρσενικό ή θηλυκό