αεριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεριστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈsti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρι‐στή‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεριστήρας αρσενικό
- εξάρτημα ή μηχάνημα που διευκολύνει τον αερισμό, τη διέλευση του αέρα· που συμβάλλει στην ανάμειξη του αέρα με μια ουσία, όπως το χώμα ή κάποιο υγρό.
- ανεμιστήρας, βαντιλατέρ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αεριστήρας
|