Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαντιλατέρ < γαλλική ventilateur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαντιλατέρ ουδέτερο άκλιτο και βεντιλατέρ

  1. ανεμιστήρας, συνήθως εξάρτημα μιας μηχανής
    το βαντιλατέρ του αυτοκινήτου
    το βαντιλατέρ του ψυγείου

  Μεταφράσεις επεξεργασία