↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμιστήρας οι ανεμιστήρες
      γενική του ανεμιστήρα των ανεμιστήρων
    αιτιατική τον ανεμιστήρα τους ανεμιστήρες
     κλητική ανεμιστήρα ανεμιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
επιτραπέζιος ανεμιστήρας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμιστήρας < (ανεμίζω) ανεμισ- + -τήρας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ventilateur[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1876

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.miˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μι‐στή‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεμιστήρας αρσενικό

  • συσκευή που παράγει ρεύματα αέρα και χρησιμοποιείται για την ψύξη χώρων ή πραγμάτων
    ※  Τὸ πρωὶ ξύπνησα εὐχάριστα μέσα στὴν αὔρα ποὺ δημιουργοῦσε ὁ ἀνεμιστήρας στὸ ταβάνι τοῦ δωματίου στὸ παλάτι τοῦ Μαχαραγιᾶ πού ’χε γίνει ξενοδοχεῖο. (Ζερμαίν Μαμαλάκη, Αμέθυστος από την Τζαϊπούρ, περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1550 (1 Φεβρουαρίου 1992), τόμ. 131, σελ. 168)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία