ανεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεμίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνεμίζω (μεταφέρομαι από τον άνεμο). Συγχρονικά αναλύεται σε άνεμ(ος) + -ίζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαανεμίζω, αόρ.: ανέμισα (χωρίς παθητική φωνή)
- με κινεί ο άνεμος
- η σημαία ανεμίζει
- κουνάω κάτι στον αέρα
- ανεμίζω ένα μαντήλι σε αποχαιρετισμό
- (λαϊκότροπο) αντί του εξανεμίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεμίζω | ανέμιζα | θα ανεμίζω | να ανεμίζω | ανεμίζοντας | |
β' ενικ. | ανεμίζεις | ανέμιζες | θα ανεμίζεις | να ανεμίζεις | ανέμιζε | |
γ' ενικ. | ανεμίζει | ανέμιζε | θα ανεμίζει | να ανεμίζει | ||
α' πληθ. | ανεμίζουμε | ανεμίζαμε | θα ανεμίζουμε | να ανεμίζουμε | ||
β' πληθ. | ανεμίζετε | ανεμίζατε | θα ανεμίζετε | να ανεμίζετε | ανεμίζετε | |
γ' πληθ. | ανεμίζουν(ε) | ανέμιζαν ανεμίζαν(ε) |
θα ανεμίζουν(ε) | να ανεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέμισα | θα ανεμίσω | να ανεμίσω | ανεμίσει | ||
β' ενικ. | ανέμισες | θα ανεμίσεις | να ανεμίσεις | ανέμισε | ||
γ' ενικ. | ανέμισε | θα ανεμίσει | να ανεμίσει | |||
α' πληθ. | ανεμίσαμε | θα ανεμίσουμε | να ανεμίσουμε | |||
β' πληθ. | ανεμίσατε | θα ανεμίσετε | να ανεμίσετε | ανεμίστε | ||
γ' πληθ. | ανέμισαν ανεμίσαν(ε) |
θα ανεμίσουν(ε) | να ανεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανεμίσει | είχα ανεμίσει | θα έχω ανεμίσει | να έχω ανεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανεμίσει | είχες ανεμίσει | θα έχεις ανεμίσει | να έχεις ανεμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανεμίσει | είχε ανεμίσει | θα έχει ανεμίσει | να έχει ανεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεμίσει | είχαμε ανεμίσει | θα έχουμε ανεμίσει | να έχουμε ανεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανεμίσει | είχατε ανεμίσει | θα έχετε ανεμίσει | να έχετε ανεμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανεμίσει | είχαν ανεμίσει | θα έχουν ανεμίσει | να έχουν ανεμίσει |
|