εξανεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἐξανεμίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξανεμίζω (παθητική φωνή: εξανεμίζομαι)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εξανέμιση
- εξανεμισμένος
- → δείτε τη λέξη άνεμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξανεμίζω | εξανέμιζα | θα εξανεμίζω | να εξανεμίζω | εξανεμίζοντας | |
β' ενικ. | εξανεμίζεις | εξανέμιζες | θα εξανεμίζεις | να εξανεμίζεις | εξανέμιζε | |
γ' ενικ. | εξανεμίζει | εξανέμιζε | θα εξανεμίζει | να εξανεμίζει | ||
α' πληθ. | εξανεμίζουμε | εξανεμίζαμε | θα εξανεμίζουμε | να εξανεμίζουμε | ||
β' πληθ. | εξανεμίζετε | εξανεμίζατε | θα εξανεμίζετε | να εξανεμίζετε | εξανεμίζετε | |
γ' πληθ. | εξανεμίζουν(ε) | εξανέμιζαν εξανεμίζαν(ε) |
θα εξανεμίζουν(ε) | να εξανεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξανέμισα | θα εξανεμίσω | να εξανεμίσω | εξανεμίσει | ||
β' ενικ. | εξανέμισες | θα εξανεμίσεις | να εξανεμίσεις | εξανέμισε | ||
γ' ενικ. | εξανέμισε | θα εξανεμίσει | να εξανεμίσει | |||
α' πληθ. | εξανεμίσαμε | θα εξανεμίσουμε | να εξανεμίσουμε | |||
β' πληθ. | εξανεμίσατε | θα εξανεμίσετε | να εξανεμίσετε | εξανεμίστε | ||
γ' πληθ. | εξανέμισαν εξανεμίσαν(ε) |
θα εξανεμίσουν(ε) | να εξανεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξανεμίσει | είχα εξανεμίσει | θα έχω εξανεμίσει | να έχω εξανεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξανεμίσει | είχες εξανεμίσει | θα έχεις εξανεμίσει | να έχεις εξανεμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξανεμίσει | είχε εξανεμίσει | θα έχει εξανεμίσει | να έχει εξανεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξανεμίσει | είχαμε εξανεμίσει | θα έχουμε εξανεμίσει | να έχουμε εξανεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξανεμίσει | είχατε εξανεμίσει | θα έχετε εξανεμίσει | να έχετε εξανεμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξανεμίσει | είχαν εξανεμίσει | θα έχουν εξανεμίσει | να έχουν εξανεμίσει |
|