Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξανεμίζω < ελληνιστική κοινή ἐξανεμίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εξανεμίζω (παθητική φωνή: εξανεμίζομαι)

  1. εξαφανίζω
  2. (ειδικότερα) ξοδεύω ασυλλόγιστα

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία