εξανεμίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
εξανεμίζομαι
- μέση και παθητική μορφή του: εξανεμίζω
- ξοδεύομαι άσκοπα
- ολόκληρες περιουσίες εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο
- (κατ’ επέκταση) εξαφανίζομαι
- μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για επιστροφή των χρημάτων τους
- ξοδεύομαι άσκοπα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξανεμίζομαι