Ετυμολογία

επεξεργασία
εξανεμίζομαι < εξανεμίζω + -ομαι < → δείτε τη λέξη εξανεμίζω

εξανεμίζομαι

  1. μέση και παθητική μορφή του: εξανεμίζω
    • ξοδεύομαι άσκοπα
      ολόκληρες περιουσίες εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο
    • (κατ’ επέκταση) εξαφανίζομαι
      μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για επιστροφή των χρημάτων τους

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία