Ετυμολογία

επεξεργασία
dissiper < λατινική dissipare

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /di.si.pe/
 

dissiper (fr)

  1. σκορπίζω, διαλύω
    le vent a dissipé les derniers nuages - ο άνεμος σκόρπισε τα τελευταία σύννεφα
     συνώνυμα: disperser
  2. σπαταλώ
    il a dissipé tous ses gains - σπατάλησε όλα του τα κέρδη
     συνώνυμα: dépenser, dilapider, gaspiller, prodiguer
  3. (μεταφορικά, λόγιο) καταστρέφω
    elle a dissipé sa santé - κατέστρεψε την υγεία της
     συνώνυμα: ruiner

Συγγενικά

επεξεργασία