Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορπίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκορπίζω[1] < σκορπίος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skoɾˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορ‐πί‐ζω

σκορπίζω, αόρ.: σκόρπισα, παθ.φωνή: σκορπίζομαι, π.αόρ.: σκορπίστηκα, μτχ.π.π.: σκορπισμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορπίζω < σκορπίος. Στο λεξικό του Chantraine[1] πιθανολογείται η ετυμολογική σύνδεση λόγω της χρήσης του σκορπιού στη μαγεία. Ο Ηofmann[2] και ο Μπαμπινιώτης[3] αντίθετα συνδέουν το ρήμα με τη μεταφορική έννοια της λέξης σκορπίος, «μηχανή εκτόξευσης βλημάτων».

σκορπίζω

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. σκορπίος σελ.1021-22 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
  2. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.