↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκόρπιστος η ασκόρπιστη το ασκόρπιστο
      γενική του ασκόρπιστου της ασκόρπιστης του ασκόρπιστου
    αιτιατική τον ασκόρπιστο την ασκόρπιστη το ασκόρπιστο
     κλητική ασκόρπιστε ασκόρπιστη ασκόρπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκόρπιστοι οι ασκόρπιστες τα ασκόρπιστα
      γενική των ασκόρπιστων των ασκόρπιστων των ασκόρπιστων
    αιτιατική τους ασκόρπιστους τις ασκόρπιστες τα ασκόρπιστα
     κλητική ασκόρπιστοι ασκόρπιστες ασκόρπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκόρπιστος < α- στερητ. + σκορπίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασκόρπιστος

  1. που δε σκορπίστηκε
  2. (μτφ.) που δεν ξοδεύτηκε άσκοπα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία