Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασκόρπιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασκόρπιστ
ος
η
ασκόρπιστ
η
το
ασκόρπιστ
ο
γενική
του
ασκόρπιστ
ου
της
ασκόρπιστ
ης
του
ασκόρπιστ
ου
αιτιατική
τον
ασκόρπιστ
ο
την
ασκόρπιστ
η
το
ασκόρπιστ
ο
κλητική
ασκόρπιστ
ε
ασκόρπιστ
η
ασκόρπιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασκόρπιστ
οι
οι
ασκόρπιστ
ες
τα
ασκόρπιστ
α
γενική
των
ασκόρπιστ
ων
των
ασκόρπιστ
ων
των
ασκόρπιστ
ων
αιτιατική
τους
ασκόρπιστ
ους
τις
ασκόρπιστ
ες
τα
ασκόρπιστ
α
κλητική
ασκόρπιστ
οι
ασκόρπιστ
ες
ασκόρπιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασκόρπιστος
<
α-
στερητ. +
σκορπίζω
Επίθετο
επεξεργασία
ασκόρπιστος
που δε
σκορπίστηκε
(μτφ.) που δεν ξοδεύτηκε άσκοπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκόρπιστος