ασκόρπιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκόρπιστα < ασκόρπιστος + -α < σκορπίζω
Επίρρημα
επεξεργασίαασκόρπιστα
- χωρίς να έχει σκορπιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασκόρπιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαασκόρπιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασκόρπιστος