Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκορπίζω < ελληνιστική κοινή κατασκορπίζω < κατα- + σκορπίζω

κατασκορπίζω (παθητική φωνή: κατασκορπίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα