κατασκορπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκορπίζομαι, π.αόρ.: κατασκορπίστηκα, μτχ.π.π.: κατασκορπισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος κατασκορπίζω
κατασκορπίζομαι, π.αόρ.: κατασκορπίστηκα, μτχ.π.π.: κατασκορπισμένος