Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατασκορπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατασκορπισμέν
ος
η
κατασκορπισμέν
η
το
κατασκορπισμέν
ο
γενική
του
κατασκορπισμέν
ου
της
κατασκορπισμέν
ης
του
κατασκορπισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατασκορπισμέν
ο
την
κατασκορπισμέν
η
το
κατασκορπισμέν
ο
κλητική
κατασκορπισμέν
ε
κατασκορπισμέν
η
κατασκορπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατασκορπισμέν
οι
οι
κατασκορπισμέν
ες
τα
κατασκορπισμέν
α
γενική
των
κατασκορπισμέν
ων
των
κατασκορπισμέν
ων
των
κατασκορπισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατασκορπισμέν
ους
τις
κατασκορπισμέν
ες
τα
κατασκορπισμέν
α
κλητική
κατασκορπισμέν
οι
κατασκορπισμέν
ες
κατασκορπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατασκορπισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατασκορπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασκορπισμένος