Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκορπίζω

  Ρήμα επεξεργασία

σκορπίζομαι

  1. (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
    Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
  2. σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
    Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
    Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία