στοχοπροσήλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοχοπροσήλωση | οι | στοχοπροσηλώσεις |
γενική | της | στοχοπροσήλωσης | των | στοχοπροσηλώσεων |
αιτιατική | τη | στοχοπροσήλωση | τις | στοχοπροσηλώσεις |
κλητική | στοχοπροσήλωση | στοχοπροσηλώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστοχοπροσήλωση θηλυκό
- η εμμονή σε ένα στόχο, αποκλείοντας άλλους, όχι απαραίτητα ασήμαντους, η με πάθος επιδίωξη ενός και μοναδικού στόχου
- ※ Ήταν ο παλίμπαις Λάκης Λαζόπουλος που θυμήθηκε τις σχολικές του διδαχές, τις κομματικές στοχοπροσηλώσεις και σκέφτηκε πως αν "έπιασαν" κάποτε, γιατί να μην ξαναπιάσουν. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στοχοπροσήλωση
|