Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκόρπισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκόρπισμα
τα
σκορπίσμα
τ
α
γενική
του
σκορπίσμα
τ
ος
των
σκορπισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σκόρπισμα
τα
σκορπίσμα
τ
α
κλητική
σκόρπισμα
σκορπίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκόρπισμα
<
σκορπίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκόρπισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
σκορπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκόρπισμα
αγγλικά
:
scatter
(en)
,
dispersion
(en)
,
dispersal
(en)