Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκορπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκορπισμέν
ος
η
σκορπισμέν
η
το
σκορπισμέν
ο
γενική
του
σκορπισμέν
ου
της
σκορπισμέν
ης
του
σκορπισμέν
ου
αιτιατική
τον
σκορπισμέν
ο
τη
σκορπισμέν
η
το
σκορπισμέν
ο
κλητική
σκορπισμέν
ε
σκορπισμέν
η
σκορπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκορπισμέν
οι
οι
σκορπισμέν
ες
τα
σκορπισμέν
α
γενική
των
σκορπισμέν
ων
των
σκορπισμέν
ων
των
σκορπισμέν
ων
αιτιατική
τους
σκορπισμέν
ους
τις
σκορπισμέν
ες
τα
σκορπισμέν
α
κλητική
σκορπισμέν
οι
σκορπισμέν
ες
σκορπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σκορπισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σκορπάω
/
σκορπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκορπισμένος