σκορπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
σκορπισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκορπάω / σκορπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκορπισμένος
|
σκορπισμένος, -η, -ο
|