σκορπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκορπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκορπῶ < αρχαία ελληνική σκορπίζω με μεταπλασμό [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoɾˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πώ
Ρήμα
επεξεργασίασκορπώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκορπίζω, σκορπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).