σκορποχώρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκορποχώρι | τα | σκορποχώρια |
γενική | του | σκορποχωριού | των | σκορποχωριών |
αιτιατική | το | σκορποχώρι | τα | σκορποχώρια |
κλητική | σκορποχώρι | σκορποχώρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκορποχώρι < σκόρπ(ιος) + -ο- + -χώρι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoɾ.poˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πο‐χώ‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκορποχώρι ουδέτερο
- (προφορικό) το σύνολο που μέχρι πρότινος τα μέλη του ήταν ενωμένα και τώρα έχουν διασκορπιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σκορπίζω και χωριό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκορποχώρι
Πηγές
επεξεργασία- σκορποχώρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκορποχώρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)