strew
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | strew |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | strews |
αόριστος | strewed |
παθητική μετοχή | strewn, strewed |
ενεργητική μετοχή | strewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
strew (en)
ενεστώτας | strew |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | strews |
αόριστος | strewed |
παθητική μετοχή | strewn, strewed |
ενεργητική μετοχή | strewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
strew (en)