διαχωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαχωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαχωρίζω < δια- + χωρίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.xoˈɾi.zo/ & /ðʝa.xoˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐χω‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαχωρίζω, αόρ.: διαχώρισα, παθ.φωνή: διαχωρίζομαι, π.αόρ.: διαχωρίστηκα, μτχ.π.π.: διαχωρισμένος
- ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από άλλο
- ⮡ Πρέπει να διαχωριστεί το θέμα της κλωστικής κάνναβης από την ιατρική κάνναβη.
- διαιρώ, διαιρούμαι σε δύο ή περισσότερα μέρη
- ⮡ το κύτταρο μορεί να διαχωριστεί σε άνισα μέρη
- ⮡ Πρέπει να διαχωριστούν όλες οι ουσίες για να γίνει σωστή ανάλυση του δείγματος
- παίρνω απόσταση από την άποψη των άλλων
- ⮡ Λυπάμαι, αλλά θα διαχωρίσω τη θέση μου, γιατί με άλλοθι το ρατσισμό ψηφίζεται ένα λογοκριτικό νομοσχέδιο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαχωρίζω | διαχώριζα | θα διαχωρίζω | να διαχωρίζω | διαχωρίζοντας | |
β' ενικ. | διαχωρίζεις | διαχώριζες | θα διαχωρίζεις | να διαχωρίζεις | διαχώριζε | |
γ' ενικ. | διαχωρίζει | διαχώριζε | θα διαχωρίζει | να διαχωρίζει | ||
α' πληθ. | διαχωρίζουμε | διαχωρίζαμε | θα διαχωρίζουμε | να διαχωρίζουμε | ||
β' πληθ. | διαχωρίζετε | διαχωρίζατε | θα διαχωρίζετε | να διαχωρίζετε | διαχωρίζετε | |
γ' πληθ. | διαχωρίζουν(ε) | διαχώριζαν διαχωρίζαν(ε) |
θα διαχωρίζουν(ε) | να διαχωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαχώρισα | θα διαχωρίσω | να διαχωρίσω | διαχωρίσει | ||
β' ενικ. | διαχώρισες | θα διαχωρίσεις | να διαχωρίσεις | διαχώρισε | ||
γ' ενικ. | διαχώρισε | θα διαχωρίσει | να διαχωρίσει | |||
α' πληθ. | διαχωρίσαμε | θα διαχωρίσουμε | να διαχωρίσουμε | |||
β' πληθ. | διαχωρίσατε | θα διαχωρίσετε | να διαχωρίσετε | διαχωρίστε | ||
γ' πληθ. | διαχώρισαν διαχωρίσαν(ε) |
θα διαχωρίσουν(ε) | να διαχωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαχωρίσει | είχα διαχωρίσει | θα έχω διαχωρίσει | να έχω διαχωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαχωρίσει | είχες διαχωρίσει | θα έχεις διαχωρίσει | να έχεις διαχωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαχωρίσει | είχε διαχωρίσει | θα έχει διαχωρίσει | να έχει διαχωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαχωρίσει | είχαμε διαχωρίσει | θα έχουμε διαχωρίσει | να έχουμε διαχωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαχωρίσει | είχατε διαχωρίσει | θα έχετε διαχωρίσει | να έχετε διαχωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαχωρίσει | είχαν διαχωρίσει | θα έχουν διαχωρίσει | να έχουν διαχωρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαχωρίζομαι | διαχωριζόμουν(α) | θα διαχωρίζομαι | να διαχωρίζομαι | ||
β' ενικ. | διαχωρίζεσαι | διαχωριζόσουν(α) | θα διαχωρίζεσαι | να διαχωρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διαχωρίζεται | διαχωριζόταν(ε) | θα διαχωρίζεται | να διαχωρίζεται | ||
α' πληθ. | διαχωριζόμαστε | διαχωριζόμαστε διαχωριζόμασταν |
θα διαχωριζόμαστε | να διαχωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαχωρίζεστε | διαχωριζόσαστε διαχωριζόσασταν |
θα διαχωρίζεστε | να διαχωρίζεστε | (διαχωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαχωρίζονται | διαχωρίζονταν διαχωριζόντουσαν |
θα διαχωρίζονται | να διαχωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαχωρίστηκα | θα διαχωριστώ | να διαχωριστώ | διαχωριστεί | ||
β' ενικ. | διαχωρίστηκες | θα διαχωριστείς | να διαχωριστείς | διαχωρίσου | ||
γ' ενικ. | διαχωρίστηκε | θα διαχωριστεί | να διαχωριστεί | |||
α' πληθ. | διαχωριστήκαμε | θα διαχωριστούμε | να διαχωριστούμε | |||
β' πληθ. | διαχωριστήκατε | θα διαχωριστείτε | να διαχωριστείτε | διαχωριστείτε | ||
γ' πληθ. | διαχωρίστηκαν διαχωριστήκαν(ε) |
θα διαχωριστούν(ε) | να διαχωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαχωριστεί | είχα διαχωριστεί | θα έχω διαχωριστεί | να έχω διαχωριστεί | διαχωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαχωριστεί | είχες διαχωριστεί | θα έχεις διαχωριστεί | να έχεις διαχωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαχωριστεί | είχε διαχωριστεί | θα έχει διαχωριστεί | να έχει διαχωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαχωριστεί | είχαμε διαχωριστεί | θα έχουμε διαχωριστεί | να έχουμε διαχωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαχωριστεί | είχατε διαχωριστεί | θα έχετε διαχωριστεί | να έχετε διαχωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαχωριστεί | είχαν διαχωριστεί | θα έχουν διαχωριστεί | να έχουν διαχωριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαχωρισμένος - είμαστε, είστε, είναι διαχωρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαχωρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαχωρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαχωρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαχωρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαχωρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαχωρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαχωρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαχωρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.