Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχωριστικός η διαχωριστική το διαχωριστικό
      γενική του διαχωριστικού της διαχωριστικής του διαχωριστικού
    αιτιατική τον διαχωριστικό τη διαχωριστική το διαχωριστικό
     κλητική διαχωριστικέ διαχωριστική διαχωριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχωριστικοί οι διαχωριστικές τα διαχωριστικά
      γενική των διαχωριστικών των διαχωριστικών των διαχωριστικών
    αιτιατική τους διαχωριστικούς τις διαχωριστικές τα διαχωριστικά
     κλητική διαχωριστικοί διαχωριστικές διαχωριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχωριστικός < ελληνιστική κοινή διαχωριστικός < αρχαία ελληνική διαχωρίζω < διά + χωρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.xo.ɾi.stiˈkos/ & /ðʝa.xo.ɾi.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

διαχωριστικός, -ή, -ό

  1. που διαχωρίζει κάτι από κάτι άλλο
  2. που έχει σχέση με το διαχωρισμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία