διαχωρίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαχωρίζομαι, π.αόρ.: διαχωρίστηκα, μτχ.π.π.: διαχωρισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαχωρίζω
- ↪ διαχωρίστηκαν οι γνώμες, οι ουσίες, τα κύτταρα, οι έννοιες
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαχωρίζομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαχωρίζω