διαχωριστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχωριστικά < διαχωριστικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.xo.ɾi.stiˈka/ & /ðʝa.xo.ɾi.stiˈka/
Επίρρημα επεξεργασία
διαχωριστικά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαχωριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαχωριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαχωριστικός