Δείτε επίσης: κάννη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάνναβη οι καννάβεις
      γενική της κάνναβης* των καννάβεων
    αιτιατική την κάνναβη τις καννάβεις
     κλητική κάνναβη καννάβεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καννάβεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φυτό κάνναβης

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάνναβη < αρχαία ελληνική κάνναβις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάνναβη θηλυκό (πληθυντικός καννάβεις όταν συγκρίνουμε είδη, δραστικότητα, ποιότητες ή προέλευση)

  1. (φυτό) το φυτό από το οποίο βγαίνει το χασίς
  2. (κατ’ επέκταση) το χασίς

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία