κάνναβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάνναβη | οι | καννάβεις |
γενική | της | κάνναβης* | των | καννάβεων |
αιτιατική | την | κάνναβη | τις | καννάβεις |
κλητική | κάνναβη | καννάβεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καννάβεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάνναβη < αρχαία ελληνική κάνναβις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάνναβη θηλυκό (πληθυντικός καννάβεις όταν συγκρίνουμε είδη, δραστικότητα, ποιότητες ή προέλευση)
- (φυτό) το φυτό από το οποίο βγαίνει το χασίς
- (κατ’ επέκταση) το χασίς