Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χασίς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حشیش (hašiš) (τουρκική haşiş) < αραβική حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χασίς ουδέτερο άκλιτο και χασίσι

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία