χασίς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χασίς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حشیش (hašiš) (τουρκική haşiş) < αραβική حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χασίς ουδέτερο άκλιτο και χασίσι
- φυτικό ναρκωτικό που παράγεται από το άνθος της ινδικής κάνναβης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- χασίς στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χασίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.