χασισάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χασισάκι | τα | χασισάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χασισάκι | τα | χασισάκια |
κλητική | χασισάκι | χασισάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χασισάκι < χασίς + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασισάκι ουδέτερο
- (οικείο) υποκοριστικό του χασίς
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασισάκι
|