σοκολάτα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σοκολάτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική chocolat < ιταλική cioccolata < ισπανική chocolate < νάουατλ chocolātl < xococ (πικρός) + ātl (νερό)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /so.koˈla.ta/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σοκολάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) ζαχαροπλαστικό προϊόν που παρασκευάζεται από αλεσμένους σπόρους κακάο, οι οποίοι πρώτα έχουν καβουρντιστεί και αποφλοιωθεί
- (συνεκδοχικά) συμπαγές γλύκισμα που έχει βάση ή επίστρωση το παραπάνω προϊόν. Συχνά, περιέχει γάλα, ζάχαρη, ξηρούς καρπούς κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) γαρνιτούρα ή γέμιση από το παραπάνω προϊόν
- (συνεκδοχικά) ρόφημα που παρασκευάζεται με το παραπάνω προϊόν, διαλύοντάς το σε νερό με ζάχαρη ή γάλα, και που πίνεται ζεστό ή κρύο
- (οικείο) το χασίσι
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σοκολάτα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σοκολάτα
|