κακάο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακάο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cacao < γαλλική cacao < ισπανική cacao < νάουατλ cacahuatl (κόκκος κακάου)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈka.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κά‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακάο ουδέτερο άκλιτο (σπάνια γενική ενικού: κακάου)
- (γαστρονομία) η σκόνη που παίρνουμε με κατάλληλη επεξεργασία από τους σπόρους του κακαόδεντρου
- (ποτό) το ρόφημα που φτιάχνουμε με βασικό συστατικό την παραπάνω σκόνη
- (κατ’ επέκταση, φυτό) το κακαόδεντρο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κακάο στη Βικιπαίδεια
- σοκολάτα