Δύο ποικιλίες κακάου.
Κακάο σε φάρμα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακάο ουδέτερο άκλιτο (σπάνια γενική ενικού: κακάου)

  1. (γαστρονομία) η σκόνη που παίρνουμε με κατάλληλη επεξεργασία από τους σπόρους του κακαόδεντρου
      Καθώς μειώνεται η παραγωγή κακάου, σε 20 χρόνια η σοκολάτα μπορεί να κοστίζει πάνω από 2.000 ευρώ το κιλό (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. (ποτό) το ρόφημα που φτιάχνουμε με βασικό συστατικό την παραπάνω σκόνη
  3. (κατ’ επέκταση, φυτό) το κακαόδεντρο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία