Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοκολατόπαιδο τα σοκολατόπαιδα
      γενική του σοκολατόπαιδου των σοκολατόπαιδων
    αιτιατική το σοκολατόπαιδο τα σοκολατόπαιδα
     κλητική σοκολατόπαιδο σοκολατόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοκολατόπαιδο < σοκολάτ(α) + -ό- + παιδ(ί) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.ko.laˈto.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐κο‐λα‐τό‐παι‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοκολατόπαιδο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία