βουτυρομπεμπές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.ti.ɾo.beˈbes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐τυ‐ρο‐μπε‐μπές
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουτυρομπεμπές αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουτυρομπεμπές
|