↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουτυρομπεμπές οι βουτυρομπεμπέδες
      γενική του βουτυρομπεμπέ των βουτυρομπεμπέδων
    αιτιατική τον βουτυρομπεμπέ τους βουτυρομπεμπέδες
     κλητική βουτυρομπεμπέ βουτυρομπεμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουτυρομπεμπές < βουτυρο- + μπεμπές (< μπεμπέ < γαλλικά bébé)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vu.ti.ɾo.beˈbes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τυ‐ρο‐μπε‐μπές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουτυρομπεμπές αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία