chocolate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαchocolate (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chocolate | chocolates |
chocolate (en)
- (μη μετρήσιμο) η σοκολάτα
- ↪ How I like the soft chocolate cookies!
- Πόσο μου αρέσουν τα μαλακά μπισκότα σοκολάτας!
- ↪ How I like the soft chocolate cookies!
Πηγές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchocolate (es)
- η σοκολάτα