Ετυμολογία

επεξεργασία
チョコレート < (άμεσο δάνειο) αγγλική chocolate < γαλλική chocolat < ιταλικά cioccolata < ισπανικά chocolate < νάουατλ chocolātl < xococ (πικρός) + ātl (νερό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γραφή
kanji  チョコレート 
rōmaji chokorēto

チョコレート (ja)