↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοκολατούχος η σοκολατούχα το σοκολατούχο
      γενική του σοκολατούχου της σοκολατούχας του σοκολατούχου
    αιτιατική τον σοκολατούχο τη σοκολατούχα το σοκολατούχο
     κλητική σοκολατούχε σοκολατούχα σοκολατούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοκολατούχοι οι σοκολατούχες τα σοκολατούχα
      γενική των σοκολατούχων των σοκολατούχων των σοκολατούχων
    αιτιατική τους σοκολατούχους τις σοκολατούχες τα σοκολατούχα
     κλητική σοκολατούχοι σοκολατούχες σοκολατούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοκολατούχος < σοκολάτα + -ούχος ( < έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

σοκολατούχος, -α, -ο

σοκολατούχο ρόφημα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία