chocolaté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chocolaté | chocolatés |
θηλυκό | chocolatée | chocolatées |
Επίθετο
επεξεργασίαchocolaté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chocolaté | chocolatés |
θηλυκό | chocolatée | chocolatées |
chocolaté (fr)