↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schokolade die Schokoladen
γενική der Schokolade der Schokoladen
δοτική der Schokolade den Schokoladen
αιτιατική die Schokolade die Schokoladen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Schokolade < (άμεσο δάνειο) ολλανδική chocolate < ισπανική chocolate < νάουατλ chocolatl [1] [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃokoˈlaːdə/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Schokolade (de) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Schokolade - Duden online.
  2. Schokolade - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).