γαρνιτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαρνιτούρα | οι | γαρνιτούρες |
γενική | της | γαρνιτούρας | — | |
αιτιατική | τη | γαρνιτούρα | τις | γαρνιτούρες |
κλητική | γαρνιτούρα | γαρνιτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαρνιτούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαρνιτούρα θηλυκό
- οτιδήποτε έχει διακοσμητικό σκοπό σε γεύμα ή κείμενο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαρνιτούρα
|