φερμουάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφερμουάρ ουδέτερο άκλιτο
- μηχανισμός που κλείνει/κουμπώνει τσάντες, βαλίτσες, ρούχα κλπ. Αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή - οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ένα ανάμεσα στα δύο απέναντί του· όταν ο οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
- (μεταφορικά ως επιφώνημα) κράτα το στόμα σου κλειστό, μη μιλάς
- το κλείστρο
Συνώνυμα
επεξεργασία- τορμοσυνάπτης (λόγια επινόηση, χωρίς χρήση)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φερμουάρ