Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zɪp/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zip zips

zip (en)

  1. (ενδυμασία, βρετανική σημασία) το φερμουάρ
    ⮡  The zip on this bag is broken, so I can't close it.
    Το φερμουάρ σε αυτήν την τσάντα είναι χαλασμένο, γι' αυτό δεν μπορώ να το κλείσω.
     συνώνυμα: zip fastener, zipper (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (ανεπίσημο) η ενέργεια ή η ταχύτητα
  3. (αμερικανική σημασία, αργκό) τίποτα
    ⮡  I know zip about math.
    Δεν ξέρω τίποτα από Μαθηματικά.
  4. (πληροφορική, λογισμικό, ανεπίσημο) το αρχείο συμπίεσης
     συνώνυμα: zip file
  5. ο υψίσυχνος ήχος από ένα αντικείμενο που μετακινείται ταχύτατα (στον αέρα)
     συνώνυμα: wizz, zing
  6. η διαδρομή σε εναέρια τροχαλία
     συνώνυμα: zipline
ενεστώτας zip
γ΄ ενικό ενεστώτα zips
αόριστος zipped
παθητική μετοχή zipped
ενεργητική μετοχή zipping

zip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω με φερμουάρ, κουμπώνω
    ⮡  You have to zip your pants!
    Πρέπει να κουμπώσεις το παντελόνι σου!
     συνώνυμα: zip up
     αντώνυμα: unzip
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) σφυρίζω, περνάω σαν αστραπή, το να κινείται κάτι ταχέως, σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή μέρος, προκαλώντας έναν υψίσυχνο ήχο
    ⮡  The bullet zipped by me.
    Η σφαίρα σφύριζε πλάι μου.
    ⮡  The car zipped past.
    Το αυτοκίνητο πέρασε σαν αστραπή.
  3. (μεταβατικό, πληροφορική, λογισμικό) συμπιέζω, ζιπάρω
    ⮡  I have zipped the files and I’m sending them to you.
    Έχω ζιπάρει τα αρχεία και σου τα στέλνω.
  4. (μεταβατικό) βουλώνω, βάζω φερμουάρ
    ⮡  Zip it! - Βούλωσέ το!
    ⮡  Zip your mouth, finally!
    Βάλε φερμουάρ στο στόμα σου, επιτέλους!

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zip (fr)