zip
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zip | zips |
zip (en)
- (ενδυμασία, βρετανική σημασία) το φερμουάρ
- ⮡ The zip on this bag is broken, so I can't close it.
- Το φερμουάρ σε αυτήν την τσάντα είναι χαλασμένο, γι' αυτό δεν μπορώ να το κλείσω.
- ≈ συνώνυμα: zip fastener, zipper (αμερικανικά αγγλικά)
- ⮡ The zip on this bag is broken, so I can't close it.
- (ανεπίσημο) η ενέργεια ή η ταχύτητα
- (αμερικανική σημασία, αργκό) τίποτα
- ⮡ I know zip about math.
- Δεν ξέρω τίποτα από Μαθηματικά.
- ⮡ I know zip about math.
- (πληροφορική, λογισμικό, ανεπίσημο) το αρχείο συμπίεσης
- ο υψίσυχνος ήχος από ένα αντικείμενο που μετακινείται ταχύτατα (στον αέρα)
- η διαδρομή σε εναέρια τροχαλία
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | zip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zips |
αόριστος | zipped |
παθητική μετοχή | zipped |
ενεργητική μετοχή | zipping |
zip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω με φερμουάρ, κουμπώνω
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) σφυρίζω, περνάω σαν αστραπή, το να κινείται κάτι ταχέως, σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή μέρος, προκαλώντας έναν υψίσυχνο ήχο
- ⮡ The bullet zipped by me.
- Η σφαίρα σφύριζε πλάι μου.
- ⮡ The car zipped past.
- Το αυτοκίνητο πέρασε σαν αστραπή.
- ⮡ The bullet zipped by me.
- (μεταβατικό, πληροφορική, λογισμικό) συμπιέζω, ζιπάρω
- ⮡ I have zipped the files and I’m sending them to you.
- Έχω ζιπάρει τα αρχεία και σου τα στέλνω.
- ⮡ I have zipped the files and I’m sending them to you.
- (μεταβατικό) βουλώνω, βάζω φερμουάρ
- ⮡ Zip it! - Βούλωσέ το!
- ⮡ Zip your mouth, finally!
- Βάλε φερμουάρ στο στόμα σου, επιτέλους!
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzip (fr)