τροχαλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχαλία < αρχαία ελληνική < τροχίλος < τροχός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.xaˈli.a/
-
ανύψωση βάρους με σταθερή τροχαλία
-
ανύψωση βάρους με ελεύθερη τροχαλία
-
τροχαλία με ιμάντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροχαλία θηλυκό
- τροχός του οποίου η στεφάνη έχει αύλακα κατά τρόπο ώστε να μπορεί να εφαρμόσει σε αυτήν ένα σχοινί· χρησιμοποιείται για την ανύψωση βαρών
- σταθερή ή πάγια τροχαλία: τροχαλία στερεωμένη σε σταθερό σημείο
- κινητή ή ελεύθερη τροχαλία: τροχαλία κινούμενη ελεύθερα
- τροχαλία με ιμάντα: τροχός σε μηχανή που περιστρέφεται και και μεταδίδει με ιμάντα την κίνησή του σε άλλα τμήματα της μηχανής
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τροχαλία στη Βικιπαίδεια