ενικός         πληθυντικός  
pulley pulleys

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pulley < (κληρονομημένο) μέση αγγλική pulley < παλαιά γαλλική polie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pulley (en)

fixed pulley: σταθερή (πάγια) τροχαλία
movable pulley: ελεύθερη (κινητή) τροχαλία

Δείτε επίσης

επεξεργασία