υψίσυχνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υψίσυχνος < υψί- + συχνός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high-frequency)
Επίθετο επεξεργασία
υψίσυχνος, -η, -ο
- που λειτουργεί σε υψηλές συχνότητες ή παράγει υψηλές συχνότητες
υψίσυχνος, -η, -ο