Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός deep
συγκριτικός deeper
υπερθετικός deepest

deep (en)

  1. βαθύς, που έχει βάθος
    ⮡  The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
    ⮡  a deep wound - βαθιά πληγή
    ⮡  The river gets deep here.
    Το ποτάμι βαθαίνει εδώ.
     αντώνυμα: shallow
  2. χρησιμοποιείται για να περιγράψει το βάθος κάτι
    ⮡  The river is 6 feet deep (=The river has a depth of 6 feet.)
    Ο ποταμός έχει 6 πόδια βάθος.
  3. (σε επίθετα) είμαι βουτηγμένος σε κάτι μέχρι συγκεκριμένο βάθος
    ⮡  I am ankle-deep in mud.
    Είμαι βουτηγμένος στη λάσπη ως τον αστράγαλο.
    ⮡  We were knee-deep in the snow.
    Ήμασταν βουτηγμένοι στο χιόνι ως τα γόνατα.
  4. βαθύς, που εισπνέει ή εκπνέει πολύ αέρα
    ⮡  a deep sigh - βαθύς αναστεναγμός
  5. βαθύς, για ύπνο
    ⮡  a deep sleep - βαθύς ύπνος
     αντώνυμα: light
  6. βαθύς, σκούρος, για χρώματα
    ⮡  deep blue/red - βαθύ μπλέ/κόκκινο
     συνώνυμα: dark
     αντώνυμα: pale
  7. βαθύς, για ήχους
    ⮡  a deep voice/note - βαθιά φωνή/νότα
  8. βαθύς, για αισθήματα
    ⮡  deep appreciation/emotion/sadness/concern - βαθιά εκτίμηση/συγκίνηση/θλίψη/ανησυχία
  9. βαθύς, μεγάλος, εξαιρετικός ή σοβαρός
    ⮡  The country is in a deep economic recession.
    Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά/σοβαρή οικονομική ύφεση.
    ⮡  He is in deep trouble.
    Είναι σε μεγάλα μπλεξίματα.
    ⮡  We are now in deep trouble.
    Τώρα μπλέξαμε άσχημα.
  10. βαθύς, που δείχνει μεγάλη γνώση ή κατανόηση
    ⮡  He has a deep knowledge of the classics.
    Έχει βαθιά γνώση των κλασικών.
  11. βαθύς, που είναι δυσνόητος
    ⮡  He always sought a deeper meaning in everything.
    Πάντα αναζητούσε ένα βαθύτερο νόημα σε όλα.
     συνώνυμα: profound
  12. βαθύς, βουτηγμένος, είμαι απορροφημένος σε κάτι
    ⮡  deep in thought - σε βαθιά σκέψη
    ⮡  He’s deep in debt.
    Είναι βουτηγμένος στα χρέη.
    ⮡  I am deep into this book.
    Είμαι απορροφημένος σε αυτό το βιβλίο.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός deep
συγκριτικός deeper
υπερθετικός deepest

deep (en)

  • βαθιά
    ⮡  deep in his heart - βαθιά στην καρδιά του
    ⮡  with her hands deep in her pockets - με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες της
    ⮡  deep into the night - βαθιά μέσα στη νύχτα
    ⮡  Breathe deep.
    Ανάπνευσε βαθιά.
    ⮡  He went deep into the forest.
    Προχώρησε βαθιά μέσα στο δάσος.
     συνώνυμα: deeply

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

deep (en)