profound
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
profound (en)
- ουσιώδης, υποθεμέλιος, θεμελιώδης, εγγενής, καίριος, πολύ σημαντικός, βασικότατος
- πολύ βαθύς, πολύ σοβαρός
- βαθυστόχαστος, βαθύς διανοητικά, πνευματικά
- βαθύς (έντονος)
- οξύς
profound (en)