Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουτηγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βουτηγμέν
ος
η
βουτηγμέν
η
το
βουτηγμέν
ο
γενική
του
βουτηγμέν
ου
της
βουτηγμέν
ης
του
βουτηγμέν
ου
αιτιατική
τον
βουτηγμέν
ο
τη
βουτηγμέν
η
το
βουτηγμέν
ο
κλητική
βουτηγμέν
ε
βουτηγμέν
η
βουτηγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βουτηγμέν
οι
οι
βουτηγμέν
ες
τα
βουτηγμέν
α
γενική
των
βουτηγμέν
ων
των
βουτηγμέν
ων
των
βουτηγμέν
ων
αιτιατική
τους
βουτηγμέν
ους
τις
βουτηγμέν
ες
τα
βουτηγμέν
α
κλητική
βουτηγμέν
οι
βουτηγμέν
ες
βουτηγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βουτηγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βουτώ
και
βουτάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουτηγμένος
γαλλικά
:
plongé
(fr)