Ετυμολογία

επεξεργασία
βουτάω < βουτ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουτῶ < βουτίζω < αρχαία ελληνική βυθίζω < βυθός [1][2] Ετυμολογικό ζεύγος με το βυθίζω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τά‐ω

βουτάω/βουτώ, πρτ.: βουτούσα/βούταγα, αόρ.: βούτηξα, παθ.φωνή: βουτιέμαι, π.αόρ.: βουτήχτηκα, μτχ.π.π.: βουτηγμένος

  1. (μεταβατικό) βάζω κάτι σε υγρό, το βυθίζω
    ⮡  Βουτάμε τη φρυγανιά σε λίγο νερό για να μαλακώσει.
    1. (μεταφορικά)
      ⮡  βουτήχτηκε στα χρέη
    2. (μεταφορικά) αρπάζω βίαια
      ⮡  τη βούτηξε απ' τα μαλλιά
    3. (μεταφορικά, προφορικό) κλέβω
      ⮡  το βούτηξε το παραδάκι
    4. (μεταφορικά, προφορικό) συλλαμβάνω κάποιον
      ⮡  Τον βουτήξανε και τον χώσανε στη στενή.
  2. (αμετάβατο) μπαίνω σε υγρό, όπως στη θάλασσα
    ※  Καλύτερα να βουτήξω τώρα, πριν πιω, γιατί δεν είναι σωστό να κολυμπώ μεθυσμένος. (Πέτρος Αμπατζόγλου, Το κρεβάτι)
     συνώνυμα: καταδύομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
βουτ- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. βουτάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «βουτώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.