Δείτε επίσης: Τσαλαβούτας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαλαβούτας οι τσαλαβούτες
      γενική του τσαλαβούτα
    αιτιατική τον τσαλαβούτα τους τσαλαβούτες
     κλητική τσαλαβούτα τσαλαβούτες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαλαβούτας < τσαλαβουτ(ώ) + -ας[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡sa.laˈvu.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐λα‐βού‐τας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαλαβούτας αρσενικό

  1. άτομο που περπατάει με άτσαλο τρόπο σε νερά και λάσπες
  2. (μεταφορικά) άτομο που είναι ακατάστατο στη δουλειά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία